Η ανολοκλήρωτη θύελλα της δεκαετίας του 1960
Η δεκαετία του 1960, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων σαν μια περίοδος ξεχωριστή, που συνδέεται με την αμφισβήτηση, την ανάπτυξη κινημάτων, την εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση κάθε είδους. Δεν ονομάστηκε τυχαία «περίοδος των ανολοκλήρωτων επαναστατικών θυελλών». Η υφήλιος ολόκληρη, σε κάθε πλευρά της, συνταράχθηκε τα χρόνια εκείνα. Ο σοσιαλισμός, ο ιμπεριαλισμός, οι αποικίες, τα κινήματα αλλά και οι συνειδήσεις ταρακουνήθηκαν από μικρούς και μεγάλους αγώνες που δοκίμασαν τους πάντες – από στρατόπεδα και κινήματα μέχρι στρατηγικές και πολιτικές.
Η δεκαετία του 1960, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, έχουν καταγραφεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων σαν μια περίοδος ξεχωριστή, που συνδέεται με την αμφισβήτηση, την ανάπτυξη κινημάτων, την εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση κάθε είδους. Δεν ονομάστηκε τυχαία «περίοδος των ανολοκλήρωτων επαναστατικών θυελλών». Η υφήλιος ολόκληρη, σε κάθε πλευρά της, συνταράχθηκε τα χρόνια εκείνα. Ο σοσιαλισμός, ο ιμπεριαλισμός, οι αποικίες, τα κινήματα αλλά και οι συνειδήσεις ταρακουνήθηκαν από μικρούς και μεγάλους αγώνες που δοκίμασαν τους πάντες – από στρατόπεδα και κινήματα μέχρι στρατηγικές και πολιτικές.
Μιλώντας όσο πιο συνοπτικά γίνεται, δύο πράγματα μπορούν να ειπωθούν για τους αγώνες εκείνης της περιόδου: Πρώτο, το κύμα των επαναστατικών θυελλών των δεκαετιών 1960-1970, αν και ανολοκλήρωτο, άφησε πίσω του έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον «παλιό» κόσμο των προηγούμενων δεκαετιών. Με αρνητικούς συσχετισμούς, αλλά και πλουσιότερο σε συνείδηση και πείρα. Με υπαρκτές κατακτήσεις, που ακόμα προσπαθεί να πάρει πίσω το κεφάλαιο με το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Με ένα μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο που μπορεί να βοηθήσει, όποιον θελήσει να το αξιοποιήσει, στην ανάπτυξη νέων αγώνων.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη διαπίστωση, που δεν αναιρεί σε τίποτα την αξία και τις παρακαταθήκες της ηρωικής και ορμητικής «εφόδου στον ουρανό» τεράστιων μαζών απ’ άκρη σ’ άκρη της γης: Η τελική έκβαση εκείνων των αγώνων σημαδεύτηκε από την προετοιμασία και το «θρίαμβο» της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος, και έκλεισε με την κατάρρευση, και τυπικά, του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήδη το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 σφραγίστηκε από την αντεπίθεση του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης και η πορεία αυτή συνεχίστηκε, σε συνθήκες οικονομικής αλλά και κοινωνικής κρίσης, με την περιθωριοποίηση όσων κινούνταν έξω από τις ράγες της αναδιάρθρωσης και της «Νέας Τάξης Πραγμάτων».
Οι λόγοι των αρνητικών εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν στην τεράστια δύναμη που κινητοποίησε ο ιμπεριαλισμός και ο καπιταλισμός, αλλά και στην καθοριστική βοήθεια που του έδωσε η πανικοβλημένη από τα αλλεπάλληλα και «ανεξέλεγκτα» επαναστατικά κύματα νέα, τότε, ηγεσία της ΕΣΣΔ. Γιατί όσο κι αν φτιασιδωθεί η ιστορία, δεν μπορεί να αποκρυφτεί η αλήθεια: Εκείνη την περίοδο στη μια πλευρά των χαρακωμάτων βρέθηκαν οι εξεγερμένοι λαοί, η ξεσηκωμένη νεολαία, η αγωνιζόμενη παγκόσμια εργατική τάξη και η αγροτιά, και το τμήμα εκείνο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που εμπνεύστηκε από την προσπάθεια των Κινέζων κομμουνιστών και του Μάο να καταπολεμήσουν αποφασιστικά τόσο την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού όσο και τον καπιταλιστικό δρόμο. Και από την άλλη πλευρά βρέθηκε κάθε παλιά, αντιδραστική, συντηρητική δύναμη, από την παγκόσμια αστική τάξη και το δυτικό ιμπεριαλισμό με επικεφαλής τις ΗΠΑ ως τους νέους ηγέτες του ΚΚΣΕ, οι οποίοι είχαν ήδη πάρει τον κατήφορο που τελικά οδήγησε στη διάβρωση και διάλυση ολόκληρου του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τότε δεν δίστασαν να καταγγείλουν ως «προβοκάτορες», «πολεμοκάπηλους», «επικίνδυνους» τα εκατομμύρια των μαχητών που ρίχνονταν στη σύγκρουση, κι έφτασαν συχνά σε συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς για την κατάπνιξη των κινημάτων.
Αφού αυτό ειπώθηκε, πρέπει να επισημανθεί άλλη μια αλήθεια: Οι αιτίες της τελικά αρνητικής έκβασης θα πρέπει να αναζητηθούν και στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του επαναστατικού κινήματος, και κυρίως των Κινέζων κομμουνιστών και του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος, που εκείνη την περίοδο σήκωσε στους νεαρούς ώμους του το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τους τεράστιους και πολύμορφους μηχανισμούς καταστολής και ενσωμάτωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το τρίτο επαναστατικό κύμα
Η περίοδος για την οποία μιλάμε σημαδεύτηκε από μια τεράστια κινητοποίηση μαζών, μια επαναστατική θύελλα που ξέσπασε και αγκάλιασε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Δεν υπήρξε σχεδόν καμιά χώρα που να μη συγκλονίστηκε από αναταραχές, κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις. Επί δέκα και πλέον χρόνια η πραγματικότητα χρωματίστηκε από μαζικά ριζοσπαστικοποιημένα κινήματα, λαϊκές εξεγέρσεις, ένοπλους ξεσηκωμούς και επαναστάσεις – και ταυτόχρονα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα εκατομμυρίων αγωνιστών που βίωσαν στο πετσί τους κάθε είδους κινήσεις καταστολής, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, βρώμικους πολέμους και γενοκτονίες. Ο Μαξ Ελμπάουμ, στέλεχος του βορειοαμερικάνικου αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος από τα χρόνια του 1960, γράφει σχετικά:
Ο αντιρατσισμός και ο αντιιμπεριαλισμός ήταν η εμπροσθοφυλακή της νέας ριζοσπαστικής συνείδησης. Η κύρια διεθνής έμπνευση ερχόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που φαίνονταν να διαλύουν καθημερινά την έννοια του ανίκητου των ΗΠΑ. Ήταν η στιγμή που η Βιετναμέζικη και η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο.
Εξερευνώντας τη δεκαετία του 1960 ανακαλύπτουμε ένα σημαντικό βάθεμα και άπλωμα της ταξικής πάλης σε όλο τον κόσμο και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μια πανστρατιά λαϊκών δυνάμεων, εργαζόμενων και νεολαίας, αλλά και αντίστοιχα τεράστια κινητοποίηση των δυνάμεων και των μηχανισμών της αντεπανάστασης. Μια επαναστατική θύελλα. Μπορούμε σήμερα να επαναλάβουμε ότι ο 20ός αιώνας γνώρισε τρεις επαναστατικές θύελλες:
Η πρώτη ξέσπασε με την Oκτωβριανή Επανάσταση και τα επαναστατικά κινήματα που την ακολούθησαν και συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Η θύελλα αυτή «ολοκληρώθηκε» αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό τμήμα του πλανήτη έξω από το σύστημα της παγκόσμιας αγοράς που είχε εγκαθιδρύσει ο ιμπεριαλισμός, με τη δημιουργία και οικοδόμηση της ΕΣΣΔ, της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας.
Η δεύτερη ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας των λαών κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ενός ηρωικού και αιματηρού αγώνα που αγκάλιασε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και επίσης «ολοκληρώθηκε» με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και τη νικηφόρα, το 1949, Κινεζική Επανάσταση.
Η τρίτη επαναστατική θύελλα ήταν αυτή που ξέσπασε τη δεκαετία του 1960 και, παρόλο που αγκάλιασε όλο τον πλανήτη και ταρακούνησε τα θεμέλια του ιμπεριαλιστικού και καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπόρεσε να δώσει αποτελέσματα ανάλογα με αυτά των προηγούμενων δύο θυελλών. Αντίθετα, το επαναστατικό κίνημα ανακόπηκε από την πολύμορφη και συνδυασμένη καταστολή και χειραγώγηση και τις ίδιες τις αδυναμίες του. Γι’ αυτό και την αποκαλούμε «ανολοκλήρωτη θύελλα».
Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε του διεθνούς ξεσηκωμού
Το τρίτο αυτό επαναστατικό κύμα, που συχνά περιγράφεται με τη μάλλον περιοριστική φράση «ο Μάης του 1968», σφραγίστηκε από τη μεγάλη αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει ανοιχτά πια στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ήταν χρόνια υπόκωφου αναβρασμού, και τα πιο ανήσυχα πνεύματα μπορούσαν κιόλας να οσμιστούν ότι μπροστά τους ανοιγόταν μια νέα, πρωτόγνωρη περίοδος. Η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959 και η εδραίωσή της κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι αγώνες που δυνάμωναν στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, οι εργατικές κινητοποιήσεις που πολλαπλασιάζονταν στα «ανεπτυγμένα» κράτη, προκάλεσαν τα πρώτα κύματα νέας ελπίδας σε έναν ολόκληρο κόσμο που την επαύριο κιόλας της αντιφασιστικής νίκης ζεματίστηκε από τη διάψευση των προσδοκιών για ένα μέλλον ειρηνικό, δημοκρατικό και δίκαιο. Κι επίσης, ας μην το ξεχνάμε, ζεματίστηκε εξίσου από το εκ των ένδον γκρέμισμα του σοβιετικού θρύλου από το «νέο πνεύμα» (και πολύ πόθο για να απολαύσει επιτέλους κι αυτή τα αγαθά του καπιταλισμού) της ρωσικής ηγεσίας.
Γίνεται πια φανερό ότι το κύμα των αγώνων στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική ολοένα και φουσκώνει, οδηγώντας αναπότρεπτα σε σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές και αποικιακές δυνάμεις που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τον έλεγχο των χωρών και των λαών που ποθούν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Σ’ αυτό το κλίμα ξεκινά η δημόσια αντιπαράθεση στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η νέα ηγεσία της ΕΣΣΔ επιδιώκει την ευθυγράμμιση του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου με τα κρατικά της συμφέροντα και την «καινοτόμο» πολιτική οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ποντάροντας στη συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό που τάχα «εκλογικεύεται» και γίνεται «φιλειρηνικός». Η μαοϊκή Κίνα από την άλλη σηκώνει το γάντι και επιλέγει να ταχθεί ενεργητικά με την πλευρά της αντίστασης στον αναθαρρημένο ιμπεριαλισμό και τις αντιδραστικές δυνάμεις, μιας αντίστασης που δυναμώνει και σημειώνει τις πρώτες της επιτυχίες.
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Όταν, μετά την τελευταία στην ιστορία κοινή διεθνή διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων (Μόσχα 1960), το ΚΚΣΕ θα κάνει κουρελόχαρτο τις κοινές αποφάσεις πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι τους, η ιδεολογική και πολιτική ρήξη θα ολοκληρωθεί και οργανωτικά. Και θα απελευθερώσει έτσι σε δεκάδες χώρες τις επαναστατικές δυνάμεις που μέχρι τότε ασφυκτιούσαν στα «θεσμοποιημένα» πλέον κομμουνιστικά κόμματα. Αυτές οι δυνάμεις, αποτελούμενες στην πλειοψηφία τους από νεολαίους κι επικουρούμενες από «αμετανόητους» βετεράνους κομμουνιστές, θα επωμιστούν τεράστιες ευθύνες και θα αποτελέσουν τις βασικότερες ταξιαρχίες κρούσης του νέου κύματος των θυελλών σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως επισημαίνει και ο Ελμπάουμ:
Το πνεύμα τους ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένο με τις ευαισθησίες της δεκαετίας του 1960 από ό,τι η ιδιοσυγκρασία των κομμάτων της πιο προσεχτικής Παλιάς Αριστεράς – ορθόδοξων (φιλοσοβιετικών) κομμουνιστών, τροτσκιστών και σοσιαλδημοκρατών. [...] Κόμματα και ηγέτες, από τον Μάο και τον Τσε Γκεβάρα στον Χο Τσι Μινχ και τον Αμίλκαρ Καμπράλ, αποδείκνυαν ότι «η δύναμη του λαού είναι μεγαλύτερη από την τεχνολογία».
Μια αναγκαία παρένθεση
Για εκείνη τη ρήξη υπάρχουν σημαντικά διεθνή ντοκουμέντα, και πρώτα απ’ όλα οι ανοιχτές επιστολές που αντάλλαξαν τα κομμουνιστικά κόμματα της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης το 1963-1964 (κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά από τις Ιστορικές Εκδόσεις). Πρόκειται για ντοκουμέντα που πρέπει να μελετήσει κάθε αγωνιστής που ενδιαφέρεται για τις αιτίες της ρήξης και για τις θέσεις κάθε πλευράς, πόσο μάλλον που αυτή η αντιπαράθεση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα και την εξέλιξη των επαναστατικών θυελλών της δεκαετίας του 1960. Σε αυτά γίνεται σαφής η ουσία της αντιπαράθεσης. Το ΚΚΣΕ, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν αλλάξει και πλέον είναι υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης (ενώ η πραγματικότητα βοά για το αντίθετο), συκοφαντεί τους Κινέζους κομμουνιστές ότι, στηρίζοντας ενεργητικά τους εθνικοαπελευθερωτικούς και επαναστατικούς αγώνες των λαών, «θέλουν να προκαλέσουν ένα παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο»...
Παραπέρα, το ΚΚΣΕ υποστηρίζει ότι «η εξάλειψη του αποικισμού μπήκε πια στην τελική φάση» και άρα «ο πολιτικός αγώνας πρέπει να αντικατασταθεί από τα οικονομικά καθήκοντα», πόσο μάλλον που «οι τοπικοί πόλεμοι είναι πολύ επικίνδυνοι» και γι’ αυτό «θα εργαστούμε επίμονα για το σβήσιμο των σπινθήρων». Και πράγματι αυτό έκαναν, αντιμετωπίζοντας με εχθρότητα την επανάσταση στην Αλγερία, βοηθώντας τη Δύση να πνίξει στο αίμα την επανάσταση στο Κονγκό, επιχαίροντας για τη γενοκτονία των Ινδονήσιων κομμουνιστών, αφήνοντας για χρόνια αβοήθητους τους Βιετναμέζους. Κι όταν η Κίνα τάχθηκε αποφασιστικά με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, το ΚΚΣΕ έφτασε σε παραληρηματικές επιθέσεις ρατσιστικού τύπου, μιλώντας για «κίτρινο κίνδυνο» και παρομοιάζοντας την επαναστατική πολιτική του Μάο με την «απειλή του Τζενγκίς Χαν»!
Η τοτινή κεφαλή του κομμουνιστικού κινήματος δήλωνε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ότι «ο κομμουνισμός θα ξεπεράσει τον καπιταλισμό» – και ταυτόχρονα υιοθετούσε τις καπιταλιστικές συνταγές, ανάγοντας το κέρδος και το ατομικό κίνητρο σε καθοδηγητική αρχή της οικονομίας, και επιβάλλοντας το «σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας» σε βάρος των υπόλοιπων μελών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Μετά τα μέσα της δεκαετίας η κατρακύλα συνεχίστηκε με τον Μπρέζνιεφ να διακηρύττει το «δόγμα περιορισμένης κυριαρχίας των σοσιαλιστικών χωρών», δηλαδή πλήρους υποταγής τους στη Μόσχα, που κατέληξε στην εισβολή των ρωσικών τανκς στην Πράγα, προκαλώντας σοκ στην παγκόσμια προοδευτική κοινή γνώμη και συμβάλλοντας στην κατασυκοφάντηση του κομμουνισμού. Αυτή η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο με τις προκλήσεις και αψιμαχίες του ρωσικού στρατού στα σύνορα με την Κίνα και άλλες εξίσου ασύμβατες με οποιαδήποτε έννοια διεθνισμού εχθρικές ενέργειες της Μόσχας. Γράφει σχετικά ο Ελμπάουμ:
Καθώς μια νέα γενιά γινόταν επαναστατική, η Σοβιετική Ένωση φερόταν σαν κάτι τελείως διαφορετικό από μια δύναμη ειρήνης και απελευθέρωσης. Η σοβιετική απάντηση στην Άνοιξη της Πράγας και στο «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», μαζί με την καχυποψία και την εχθρότητα ακόμη με την οποία έβλεπε το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς του ’60, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των νέων ριζοσπαστών να κοιτάξουν αλλού για στρατηγικές και μοντέλα.
Ο ρόλος του Μάο και των κομμουνιστών
Σήμερα, στα σαράντα χρόνια από το Μάη του 1968, είναι αδύνατο να αποσιωπηθεί ο ρόλος του Μάο και του μαρξιστικού-λενινιστικού ρεύματος στην προετοιμασία, στήριξη και προώθηση του τρίτου επαναστατικού κύματος στην ιστορία του 20ού αιώνα. Με τη γενική γραμμή που πρόβαλαν, σε αντίθεση με τον πυροσβεστικό ρόλο της Μόσχας, το Κ.Κ. Κίνας και ο Μάο προσωπικά κατέστησαν πρωτεργάτες των επαναστατικών θυελλών και ήταν η μοναδική «επίσημη» σημαντική δύναμη του κομμουνιστικού κινήματος που τάχθηκε αναφανδόν με την πλευρά της παγκόσμιας εξέγερσης. Ταυτόχρονα, με την εξαπόλυση της Πολιτιστικής Επανάστασης, οι Κινέζοι κομμουνιστές ξεσήκωσαν το λαό και τη νεολαία ενάντια στις «μισοτελειωμένες δουλειές» και τις ελεεινότητες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χτυπώντας ανοιχτά τις δεξιές δυνάμεις και τα νέα αστικά στρώματα που έσπρωχναν σε «ομαλοποίηση», δηλαδή στον καπιταλιστικό δρόμο. Η έμπρακτη καταπολέμηση της άποψης ότι «η ταξική πάλη δεν υφίσταται πλέον στο σοσιαλισμό» και η ανοιχτή απεύθυνση στις λαϊκές μάζες να πρωταγωνιστήσουν στην πάλη εναντίον της δεξιάς αποτελεί τεράστια συμβολή του Μάο στη θεωρία και την πράξη της επανάστασης. Δεν επρόκειτο για σύγκρουση μηχανισμών, αλλά για πρωταγωνιστική, θαρραλέα, πρωτότυπη και πρωτόβουλη δράση δεκάδων εκατομμυρίων ενάντια στο «γενικό επιτελείο της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα και το κράτος», που είχε γίνει βρόγχος για το λαό και εμπόδιζε το βάθεμα της επανάστασης.
Ακριβώς εξαιτίας αυτής της «βλάσφημης» και «εμπρηστικής» γραμμής, ο Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση αντιμετώπισαν το μίσος και τη συκοφαντία τόσο της παγκόσμιας αστικής τάξης όσο και όλων των πτερύγων (ανανεωτικών και ορθόδοξων) της καθεστωτικής αριστεράς. Οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτούς καταγγέλλεται και ξαποστέλνεται στο πυρ το εξώτερον και βασικές πλευρές των επαναστατικών θυελλών συσκοτίζονται και αποσιωπούνται, ενώ υπερπροβάλλονται οι πιο ανώδυνες για το σύστημα. Καλλιεργείται μια σκόπιμη σύγχυση και ταύτιση των «ολοκληρωτισμών» με στόχο την προώθηση του αντικομμουνισμού και την προληπτική θωράκιση απέναντι στη μόλυνση από το μικρόβιο της επανάστασης. Έχουν δίκιο να φοβούνται οι σύγχρονοι απολογητές του συστήματος που με γενοκτονίες, χειρισμούς και εξοντωτικές αναδιαρθρώσεις κατάφερε να βγει σώο από τα αλλεπάλληλα κύματα εξεγέρσεων της δεκαετίας του 1960: Η σύνδεση του νέου κύκλου αγώνων που δυναμώνουν σήμερα με τις καλύτερες παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος και το μπόλιασμά τους με το αντάρτικο πνεύμα του «1968» συνιστά τον πιο μεγάλο κίνδυνο για τις αντιδραστικές δυνάμεις, και την πιο μεγάλη ελπίδα για τους λαούς, τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Ο Μάης ανατρέπει τους σχεδιασμούς του αντιπάλου
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η παγκόσμια αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός προσπαθούσαν με επεμβάσεις, χειρισμούς και υπονομεύσεις να αντεπεξέλθουν τα πρώτα νικηφόρα χτυπήματα των αντιαποικιακών αγώνων. Με το νεοαποικισμό έστησαν χώρες-μπανανίες, αδύναμες και καθολικά υποταγμένες στα συμφέροντά τους. Η χωρίς μεγάλες κρίσεις μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού και η έκρηξη του καταναλωτισμού, σε συνδυασμό με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση ενός κομμουνιστικού κινήματος ζαλισμένου από τη «νέα» γραμμή του ΚΚΣΕ, έκαναν την άρχουσα τάξη να ελπίζει ότι θα ξεπεράσει εύκολα την όποια αναταραχή. Ποντάριζαν σε μια «εύρυθμη» πορεία και ανέμεναν ότι θα καταφέρουν να εμποδίσουν τις εξεγέρσεις, ώστε να μην φτάσουν στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, κρατώντας την εργατική τάξη και ιδίως τη νεολαία ήσυχη και πειθαρχημένη, γοητευμένη από τη λεγόμενη κοινωνία της αφθονίας και τον καριερισμό. Η θύελλα των κινημάτων που, σε πείσμα της επώδυνης για τους λαούς «ειρηνικής συνεργασίας», φύσηξε σε όλο τον πλανήτη έκανε σκόνη αυτούς τους σχεδιασμούς και, παρόλο που δεν ολοκληρώθηκε, άλλαξε τον κόσμο.
Έτσι φτάνουμε στο «Μάη του 1968». Η γαλλική εκδοχή του Μάη, δηλαδή μια επιμέρους πλευρά που δεν μπορεί να ειδωθεί ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο της περιόδου των θυελλών, ήταν παρ’ όλα αυτά αυτή που καταγράφηκε ως το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Έτσι, αξίζει να δούμε τι λέει σήμερα για το Γαλλικό Μάη σε μια συνέντευξή του ο Αλέν Μπαντιού – ένας από τους λίγους Γάλλους διανοούμενους που δεν μετάνιωσε επειδή πήρε ενεργά μέρος σε εκείνους τους αγώνες, και μάλιστα μέσα από τις γραμμές του νεαρού μαοϊκού κινήματος:
Ο Μάης του 1968 είναι το σύνολο τεσσάρων φαινομένων, ετερογενών και αναμεμειγμένων. Υπήρξε ένας πρώτος «Μάης του ’68», μια εξέγερση της νεολαίας που ήταν με τη σειρά της μέρος ενός παγκόσμιου νεολαιίστικου ξεσηκωμού, ο οποίος εκδηλώθηκε και στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Ήταν λοιπόν μια εξέγερση της νεολαίας ενάντια στο γερασμένο κόσμο. Υπήρξε ένας δεύτερος «Μάης», που ήταν μια εργατική γενική απεργία, μια απεργία των μισθωτών με κάποια χαρακτηριστικά πολύ κλασικά, με έναν όχι μικρό έλεγχο από τις κλασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά ταυτόχρονα με πολύ μεγάλη μαζικότητα, με μια πλευρά που τελικά θύμιζε το Λαϊκό Μέτωπο του 1936. Υπήρξε ένας τρίτος «Μάης», που ήταν ελευθεριακός, αναρχίζων, και αφορούσε την σεξουαλική επανάσταση, την ελευθεριότητα των ηθών, νέες καλλιτεχνικές μορφές, τα χάπενινγκ, τις γιορτές, το σύνθημα «κάτω από τα πεζοδρόμια βρίσκεται η παραλία» κ.λπ. Τέλος, υπήρξε και ένας τέταρτος «Μάης», που ήταν η αναζήτηση νέων, καινοτόμων μορφών πολιτικής δράσης.
Ακόμη κι αν περιοριστούμε στη γαλλική εκδοχή του Μάη, από αυτό το σύνολο των ετερογενών και αναμεμειγμένων φαινομένων είθισται σήμερα να κρατά και να πουλά ο καθένας ό,τι θέλει... Ο Αλέν Μπαντιού επισημαίνει:
Πιστεύω ότι η αντίσταση αυτών των τεσσάρων φαινομένων στην εμπορευματοποίηση είναι άνιση. Είναι δηλαδή καθαρό ότι ο ελευθεριακός «Μάης» είναι και ο πιο εμπορεύσιμος, ο πιο συνδεδεμένος με φαινόμενα μόδας, κι έχει ακόμα ενός είδους επικαιρότητα. Δεν έχω κάτι εναντίον του, αυτή η ελευθεριακή διάσταση είναι μέρος του Μάη, αλλά επικοινωνεί με την κοινωνία της κατανάλωσης. Ο «Μάης» της εργατικής απεργίας της CGT είναι ωστόσο ο πιο αρχαϊκός. Είναι περισσότερο το τέλος ενός φαινομένου παρά η αρχή του. Ο «Μάης» των νέων πολιτικών μορφών, ο λιγότερο γνωστός, είναι κατά τη γνώμη μου ο λιγότερο εμπορεύσιμος. Δεν είναι μια ιδέα που μπορεί να πουληθεί.
Αυτήν ακριβώς την πλευρά του Μάη, που ήταν πρωταγωνιστική αν η περίοδος εξεταστεί σε διεθνές επίπεδο, προσπαθούν να αποκρύψουν, να διαστρεβλώσουν, εν ανάγκη να προσαρμόσουν στα μέτρα τους, όλοι αυτοί που τότε βρίσκονταν στην άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων, με το μέρος «του νόμου και της τάξης», ενάντια στους «ανεύθυνους προβοκάτορες» και τους «εμπρηστές της ειρήνης». Αστοί και επίγονοι των επίσημων πτερύγων της αριστεράς, που τότε δούλεψαν χέρι-χέρι για την κατάπνιξη και τη συκοφάντηση του Μάη, σήμερα τον «γιορτάζουν» δίχως ίχνος αυτοκριτικής. Ακόμη κι αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο μια νίκη του «Μάη του 1968», μιας θύελλας που νίκησε ακόμη κι όταν ηττήθηκε, αφού άνοιξε νέους δρόμους κι εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο των λαών και της νεολαίας σαν θετική κι ελπιδοφόρα παρακαταθήκη.
Για να απαντήσει στο Μάη, να τον ξεδοντιάσει και να τον συντρίψει η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να επιστρατεύσει κάθε δυνατό μέσο και ν’ αλλάξει και η ίδια. Η τεράστια αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η γιγάντωση των κάθε είδους μηχανισμών χειραγώγησης και νάρκωσης, ο ακόμη μεγαλύτερος εκβαρβαρισμός του κράτους σε Ανατολή και Δύση, η ενεργοποίηση και εξάπλωση των παρακρατικών μηχανισμών, η τεθωρακισμένη «δημοκρατία» των νόμων έκτακτης ανάγκης, η εξαγορά ηγετών, η αγαστή συνεργασία των επίσημων κεφαλών των «δύο αντιτιθέμενων κόσμων», η φυσική εξόντωση εκατομμυρίων αγωνιστών... και τι δεν χρησιμοποιήθηκε για να ηττηθεί το τρίτο επαναστατικό κύμα και να κυριαρχήσει η αντεπανάσταση!
Κόντρα στο αδιέξοδο των «ρεαλιστικών» επιλογών
Τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 στάθηκαν ενάντια στην επανάληψη, στον εφησυχασμό του έτοιμου και στη ρομαντική αναπόληση για το παλιό, για περασμένα μεγαλεία. Προσπάθησαν να ανοίξουν, και τα κατάφεραν, νέους δρόμους, νέες προοπτικές, ανταποκρινόμενα σε νέα προβλήματα και συνθήκες όπως αυτά ξεπρόβαλαν στον «ειρηνικά συνυπάρχοντα» διπολικό κόσμο. Αν υπάρχει ένα νήμα που ενώνει όλα τα διαφορετικά πεδία των μαχών που δόθηκαν τότε, αυτό είναι ακριβώς η κριτική των κατεστημένων πρακτικών και δομών του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό μπλοκ.
Το δίλημμα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ή καλύτερα το δυτικό και ανατολικό μπλοκ κυριαρχίας, απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε από το «καπιταλισμός ή επανάσταση». Το κάλεσμα του Μάο για «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», όπως και του Τσε για «δύο, τρία, πολυάριθμα Βιετνάμ», βρίσκονταν ακριβώς στον αντίποδα της γραμμής για «τέλος της ταξικής πάλης» στο σοσιαλισμό και ειρηνική συνύπαρξη με τον καπιταλισμό από τις αρχές του 1960 και μετά, συμπυκνώνοντας έτσι τους στόχους για επέκταση και βάθεμα της επανάστασης κόντρα στο κάθισμα και το συντηρητισμό των ηγετικών κέντρων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αντρέ Γκορζ για την εξοργισμένη απόγνωση της δυτικής άρχουσας τάξης μπροστά στην «παράλογη» αμφισβήτησή της από τη νεολαία και την εργατική τάξη (αναδεικνύοντας παράλληλα το πρόβλημα της έλλειψης ενός επαναστατικού κόμματος, ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία):
«Πέστε μας επιτέλους τι ακριβώς θέλετε», ούρλιαζαν οι φιλελεύθεροι αστοί προς τους αμφισβητίες φοιτητές και εργάτες. Πώς όμως μπορούσαν να το πουν; Το κίνημα από την ίδια του τη φύση ήταν η μόνη γλώσσα που διέθεταν, και η γλώσσα αυτή δεν μπορούσε να οργανωθεί σε λόγο. Για να μπορέσουν να πουν αυτό που ήθελαν, έπρεπε να μπορούν να συνενωθούν, να οργανωθούν, να αναλύσουν την κατάσταση, να καθορίσουν από κοινού αυτό που μπορούσαν να θέλουν: δηλαδή, με ποιο πρόγραμμα ριζοσπαστικών μετασχηματισμών μπορούσαν να συνθέσουν την ποικιλομορφία των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αυτονομία τους. Μόνο ένα επαναστατικό κόμμα που θα συμμετείχε στο κίνημα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή τη σύνθεση κι αυτή την πολιτική έκφραση των ιδιαίτερων μορφών δράσης και διεκδικήσεων, να καθορίσει μία στρατηγική και να υποκινήσει μία διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Ο πραγματισμός λέει πως η επανάσταση νικήθηκε. Πράγματι. Αλλά οι πραγματισμοί στα κινήματα είναι το όπλο όσων δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Όσων θέλουν τη στασιμότητα, το τέλμα. Οι επαναστάτες προβάλλουν ένα διαφορετικό πραγματισμό, αυτόν που ανατρέπει συσχετισμούς και αλλάζει τη μορφή του κόσμου υπέρ των λαών και της επανάστασης. Τα κινήματα μπορούν να είναι νικηφόρα όταν έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τις προκλήσεις που θέτει κάθε φορά ο αντίπαλος και όταν δεν φοβούνται να ανοίγουν δρόμους και να δίνουν τις κατάλληλες απαντήσεις.
«Να τολμάμε να αγωνιζόμαστε, να τολμάμε να νικάμε», έλεγε ο Μάο. «Να είμαστε ρεαλιστές, να ζητάμε το αδύνατο», ήταν ένα σύνθημα του Μάη. Και τα δύο αποτελούν την κληρονομιά της δεκαετίας του 1960, κληρονομιά που ανήκει σε κάθε επαναστατική πολιτική και κοινωνική δύναμη που σήμερα σηκώνει ξανά ψηλά τη σημαία του αγώνα, προετοιμάζοντας τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα