Γιατί αξίζει να μείνει στη χώρα η νεολαία μας, κόντρα στην απελπισία που διαχέουν οι κυβερνητικοί υπηρέτες των τροϊκανών
των Ισμήνης Αναγνωστάκη, Έλενας Κατσαρού *
Στην Ελλάδα του 2013, μια ευρωπαϊκή χώρα σε ανθρωπιστική κρίση, οι νέοι είμαστε η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Και το γνωρίζουμε καλά. Γνωρίζουμε όμως ακόμα ότι πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν υπάρχει η δυνατότητα μιας τόσο μεγάλης αλλαγής προς όφελος των πολλών. Δεν είναι τυχαίο που η ματιά των αγωνιζόμενων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη στρέφεται συχνά στη χώρα μας. Ένα λαός, μονάχα λίγα εκατομμύρια, αναγκάζει υπερεθνικές εξουσίες να φοβούνται. Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι μια χώρα σε μετάβαση κι έχουμε αρκετούς λόγους για να ελπίζουμε.
Τα τρία τελευταία χρόνια δεν αυξήθηκαν μονάχα η φτώχεια, η ανεργία, οι αυτοκτονίες. Στα τρία αυτά χρόνια, κατακτήσαμε τις πλατείες, παρελάσαμε κόντρα στους επισήμους, απαντήσαμε με αλληλεγγύη και συλλογικότητα στην καταστροφή, ξέφυγε η σκέψη μας σε πράγματα που θεωρούσαμε κάποτε αδιανόητα. «Απαισιοδοξία του νου, αισιοδοξία της θέλησης». Στην Ελλάδα συνυπάρχουν και παλεύουν δύο κόσμοι. Στην καθημερινότητά μας, στις στιγμές της σύγκρουσης, στην πολιτική. Οι νέοι είμαστε στον ένα από τους δύο.
Βέβαια, αν κάποιος έχει να διαλέξει ανάμεσα στο να κλαίει τη μοίρα του εδώ ή να φύγει έξω για μια δουλειά, θα κάνει μάλλον το δεύτερο - κι αυτό δεν είναι παράλογο. Δεν μένουμε εδώ για να είμαστε άνεργοι, για να θυσιαστούμε ηρωικά για μια πατρίδα που κυβερνούν οι δωσίλογοι. Αλλά και τι σημαίνει να ζεις και να εργάζεσαι στο εξωτερικό; Να ξημεροβραδιάζεσαι στη δουλειά; Να θεωρείς ανύπαρκτα τα δικαιώματα; Να μη σου περισσεύει τίποτα για να ζήσεις, πέρα από μια στοιχειώδη επιβίωση; Εντελώς πεζά: Αν ο στόχος είναι μια ζωή με αξιοπρέπεια, τότε ευκολότερα θα τα καταφέρουμε στην Ελλάδα παρά αλλού. Απλά, δεν θα μας έρθει στο πιάτο. Μονόδρομοι υπάρχουν όταν ο καθένας από εμάς πορεύεται μονάχος του. Είτε εντός, είτε εκτός Ελλάδας. Όταν η ζωή νοείται ως «ευκαιρίες προς επιλογή», ως «ατομική προκοπή». Εμείς λέμε «εγώ θα μείνω», για να μείνουμε τελικά πάρα πολλοί, όλοι. 70 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΠΟΝ, να δημιουργήσουμε ένα αριστερό, πολιτικό ρεύμα νέων, ένα ρεύμα δράσης και αντίστασης, συμμετοχής και προσφοράς, ιδεών και πολιτισμού, οικοδόμησης και πρωτοβουλιών.
«Δεν σας χαρίζουμε τη χώρα»
Αυτός ο τόπος δεν θα μείνει ποτέ χωρίς κατοίκους, αυτό είναι σίγουρο. Δεν θα τον χαρίσουμε όμως στις τράπεζες και τους τοκογλύφους. Δεν θα διαλυθεί -για μια ακόμα φορά στην ιστορία του- ως λεία των ισχυρών. Δεν θα γίνει ένα απλό οικόπεδο στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Δεν θέλουμε να γεμίσει σύγχρονους σκλάβους - Έλληνες και ξένους. Κουμάντο να κάνει ο λαός του. Περήφανος όμως, όχι όπως μας καταντούν μέρα τη μέρα.
Κάποιοι ονομάζουν τη χώρα μας «ευλογημένο τόπο», ψάχνοντας όμως πελάτες για γενικό ξεπούλημα. Βλέπουν τη γη όχι ως καλλιεργήσιμη έκταση αλλά ως φωτοβολταϊκά πάρκα. Τον αγρότη όχι σαν κάποιον που παράγει, αλλά σαν αυτόν που κλείνει την εθνική οδό. Τον ορυκτό πλούτο ως δώρο στις πολυεθνικές, τον τουρισμό ως ξενοδοχειακά γκέτο, την περιφέρεια ως οικονομικές ζώνες τύπου Ταιβάν. Τις επενδύσεις και την ανάπτυξη με μισθούς Ινδίας και περιβαλλοντική καταστροφή. Τους νέους επιστήμονες και τους φοιτητές ως άχρηστους και βάρος στον προϋπολογισμό για την Παιδεία. Αυτή η χώρα έχει πολλές, πάρα πολλές δυνατότητες. Αρκεί να στηριχτεί σ’ έναν λαό που θα τη διεκδικεί. «Εγώ θα μείνω». Γιατί το να αγωνιστούμε σήμερα για την πατρίδα μας, σημαίνει να δουλέψουμε για εμάς, όχι για το ραγιάδικο, πολιτικό σύστημα που κυβερνά τόσα χρόνια. Που έκανε εθνική του κουλτούρα «το κρασί, τη θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Εθνική περηφάνεια τις Ολυμπιάδες και τα Κύπελλα.
Την τεμπελιά, λαϊκή μαγκιά, την αδιαφορία για τα κοινά και τον παρασιτισμό συνήθειές μας. Το πολιτικό σύστημα που θέλησε να μάς κάνει σαν τα μούτρα του. Δεν θα μείνουμε σε αυτή την Ελλάδα. Δεν θέλουμε να έχουμε τίποτα κοινό με αυτούς. Μέσα από τα κινήματα και την καθημερινή μας αντίσταση, θα «καταστρέφουμε εφόσον δημιουργούμε», θα χτίζουμε έναν άλλο τρόπο ζωής, άλλα πρότυπα, μια άλλη κοινωνική συνείδηση.
«Θα μείνουμε για να σας δούμε να φεύγετε με ελικόπτερο»
Υπάρχει όμως κι ένα «γαμώτο». Μια τσαντίλα. Κάτι που δεν ξέρεις ακριβώς από πού προέρχεται. Ένα περίεργο «θα μείνω και θα την παλέψω». Ίσως η επιθυμία να δεις το ελικόπτερο πάνω από την ελληνική Βουλή. Να δεις στη φυλακή τους υπεύθυνους αυτής της κατάστασης. Είναι και που δεν θέλεις να αφήσεις πίσω σου καμένη γη, την πόλη σου, τους δικούς σου ανθρώπους. Είναι όμως και οι στιγμές που «πήραμε τη ζωή στα χέρια μας» και που δεν τις αλλάζουμε με τίποτα στον κόσμο. Σαν να βλέπεις σε αυτές ένα νόημα στη ζωή. Μια κάποια χειραφέτηση.
Και όσοι τελικά φύγαν; Έχουν κι αυτοί πολλή δουλειά: Να φωνάξουν δυνατά για όσα γίνονται στην Ελλάδα. Να ζητήσουν με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη των λαών από κάθε χώρα. Αλλά και να πάρουν ολόψυχα μέρος στους αγώνες τους. Να μάθουν απ’ αυτούς και να μιλήσουν για τους δικούς μας. Να έρθουν σε επαφή με τις ιδέες και τις εμπειρίες τους. Να σκύψουν και να μελετήσουν λύσεις για τα προβλήματα της χώρας, για μια Ελλάδα σ’ ένα μετατροϊκανό ξέφωτο. Και να γυρίσουν γρήγορα, γιατί τους χρειαζόμαστε...
* Η Ισμήνη Αναγνωστάκη είναι απόφοιτη της Ιατρικής Σχολής
και η Έλενα Κατσαρού είναι τελειόφοιτη της Ιατρικής Σχολής