Πόσο προβληματική αποδεικνύεται η μονομέρεια και η προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης
του Χρίστου Καραμάνου
Οι εξελίξεις στην Κύπρο έδωσαν αφορμή για μια νέα έξαρση επίθεσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ με όχημα τα επονομαζόμενα Plan B, Plan C. Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την κατεύθυνση αυτή.
Ένα πρώτο επιχείρημα λέει ότι «το ΟΧΙ της Κύπρου απέδειξε ότι εντός ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση». Τα γεγονότα όμως είναι νωπά και δεν επαληθεύουν όσους επιζητούν στις κυπριακές εξελίξεις μια αυτοεπιβεβαίωση των διαχωριστικών τους επιλογών. Αν κάτι αναδείχθηκε, κατ’ αρχήν, είναι ότι το ΟΧΙ ενός λαού μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση ένα τροϊκανό σχέδιο. Αναδείχθηκε επίσης –και αυτό είναι το κρίσιμο- ότι η διαπραγμάτευση με την τρόικα δεν μπορεί να προωθηθεί από μία μνημονιακή κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση Αναστασιάδη, παρά τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να κάνει ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του κυπριακού μνημονίου – το οποίο, φευ, ήρθε από την κυβέρνηση Χριστόφια. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά μετά τις εκλογές στην Ελλάδα. Και μάλιστα συνέπηξε κοινό μέτωπο με την κυβέρνηση Σαμαρά ενάντια στο ΟΧΙ του κυπριακού λαού. Συνεπώς το πρώτο πράγμα που αναδεικνύει το ΟΧΙ του κυπριακού λαού είναι ότι για να κατοχυρωθούν τα ΟΧΙ χρειάζεται να υπάρξει, και μάλιστα ως απόλυτη προϋπόθεση, μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, να γκρεμιστούν μνημονιακές κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα της κλεπτοκρατίας, αλλά και να αναδειχθούν -και να επικρατήσουν- άλλοι πολιτικοί προσανατολισμοί σε επίπεδο χώρας. Επιπλέον έχει θεμελιώδη σημασία το να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο χωρών και λαών. Άλλο συσχετισμό δημιουργεί η Κύπρος μόνη της, άλλο συσχετισμό δημιουργεί ένα κοινό μέτωπο Ελλάδας–Κύπρου και ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχει αυτό σε συνδυασμό με ένα μέτωπο των λαών του Νότου ενάντια στην «αποικιοποίηση του Νότου» - όπως σωστά χαρακτηρίζει το μερκελικό σχέδιο ο ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ.
Συμπέρασμα πρώτο λοιπόν: Αποδεικνύεται ότι όσοι με μονομέρεια επαναφέρουν την κεντρικότητα του συνθήματος «έξω από το ευρώ», όχι απλά δεν επιβεβαιώνονται στην εμμονή τους, αλλά ξανακάνουν το ίδιο βασικό, θεμελιώδες, πολιτικό λάθος, όπως και πριν ένα περίπου χρόνο, όταν υποστήριζαν ότι οι βασικοί κρίκοι για προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι η «στάση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ».
Και τότε δεν επιβεβαιώθηκαν, και σήμερα κάνουν λάθος. Ακριβώς γιατί υποβαθμίζουν ή ακόμη και αδιαφορούν για τον πρώτιστο πολιτικό στόχο, αυτόν της δημοκρατικής ανατροπής του καθεστώτος των μνημονίων και της τρόικα και του γκρεμίσματος του πολιτικού συστήματος της κλεπτοκρατίας. Και κάνουν αυτό το λάθος γιατί μάλλον καθορίζονται από την επιλογή της αντιπαράθεσης στην κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ και όχι από την ανάγκη να υπάρξει ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα με βάση το ριζοσπαστισμό που υπάρχει και εξελίσσεται στην κοινωνία και ο οποίος διαμόρφωσε ως πολιτικό του «όχημα» τον ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ.
Σχέδιο μετάβασης, όχι ένα σκέτο «έξω»
Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη εντείνεται ο ευρω-σκεπτικισμός – έννοια με διάφορα πρόσημα αλλά που σε κάθε περίπτωση σηματοδοτεί φυγόκεντρες τάσεις. Ένας διευρυνόμενος κόσμος στρέφεται ενάντια στο ευρωπαϊκό πρότυπο που αναδύεται μέσα στην κρίση, υπό την ηγεμονία του Μερκελισμού. Στη χώρα μας σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστισμού προβληματίζεται σε σχέση με τις εξελίξεις στην Ευρώπη και το ευρώ, ενώ καταγγέλλει την κατακτητική πολιτική της Γερμανίας.
Είναι μια σημαντική και θετική διεργασία. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η επιμονή με σταθερότητα σε μια πολιτική καταγγελίας των Μνημονίων, «ανοίγει» ευρύτερες διεργασίες στις συνειδήσεις του λαού. Κι εδώ βρίσκεται μια δεύτερη απάντηση στους plan-ολογούντες.
Η Αριστερά οφείλει να τροφοδοτεί αυτές τις διεργασίες, χωρίς όμως να ξεκόβεται από το λαό, θέτοντας αιτήματα απογειωμένα και «ανώριμα» σε μια δεδομένη περίοδο. Από την άποψη αυτή ο πλατύς κόσμος του ριζοσπαστισμού σήμερα χρειάζεται να εξοπλιστεί με ένα σχέδιο μετάβασης, κατ’ αρχήν, σε ένα «μετατροϊκανό ξέφωτο». Αναζητά κάτι εμπεριστατωμένο, όχι ένα σκέτο «έξω». Και πράγματι υπάρχει η δυνατότητα για την Αριστερά, αφουγκραζόμενη αυτές τις διεργασίες, να διαμορφώσει ένα πολύ πλατύ λαϊκό πολιτικό ρεύμα, με αριστερό πρόσημο.
Ας δούμε τώρα το επιχείρημα ότι τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ –ΕΚΜ «παραμένει εγκλωβισμένος στην πάση θυσία παραμονή στο ευρώ». Πρόκειται για ένα τρίτο λάθος, μάλλον στα όρια του προφανούς. Κατ’ αρχήν, γιατί υπάρχει σειρά δηλώσεων, με πιο πρόσφατη την τοποθέτηση του Π. Σκουρλέτη «όχι λοιπόν πάση θυσία με τίποτα και για τίποτα, προφανώς ούτε και για το ευρώ».
Όμως, το ζήτημα αυτό ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια στην ίδια τη Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ που αναφέρει: «Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε “καμιά θυσία για το ευρώ”, απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, κι όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα.
Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα».
Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια ότι επειδή αυτά διακηρύσσονται θα εφαρμοστούν αυτομάτως. Όχι, σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ θα δοκιμαστεί, ειδικά αν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες ή και πριν. Αλλά το να κατηγορείται για κάτι που δεν κάνει, είναι τουλάχιστον άστοχο.
Από κύκλους που αναφέρονται στο Plan B, o ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είχε κατηγορηθεί στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων ότι δεν λέει την αλήθεια στο λαό, όταν ισχυρίζεται ότι μπορεί να υπάρξει ακύρωση των Μνημονίων χωρίς έξοδο από το ευρώ. Αυτή η κατηγορία, που επανέρχεται σήμερα, είχε τότε υπερ-προβληθεί από τα συστημικά ΜΜΕ, προκειμένου να κάμψουν τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ.
Το πέτυχαν εν μέρει. Σήμερα πάλι επιχειρείται να ορθωθεί ένας ανάλογος διαχωρισμός. Γιατί; Γιατί δεν καλύπτεται κανείς από τα όσα αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα της Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ; Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι τον χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ και να διαιωνίσουν την τροϊκανή επικυριαρχία;
«Από τώρα» για το «μετά»
Προχωρώντας, ας κρατήσουμε την έκφραση που αναφέρεται πιο πάνω: «θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε». Θα λέγαμε ότι αυτά τα όπλα, πέρα από τακτικές στη φάση της διαπραγμάτευσης, αφορούν συγκεκριμένες μεγάλες πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες που επιβάλλεται να προωθούνται «από τώρα», «από σήμερα». Τέτοιες είναι: α) η πρωτοβουλία για την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, για ένα μεγάλο κίνημα του παραγωγικού και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, β) η επεξεργασία ενός νέου πολιτειακού χάρτη στη βάση της Πραγματικής Δημοκρατίας και στον αντίποδα του πολιτικού συστήματος της διαφθοράς και της διαπλοκής, γ) διεθνείς συμμαχίες μέσα από τη σύμπηξη ενός μεγάλου μετώπου των λαών του Νότου, για την ανατροπή των συσχετισμών σε επίπεδο περιφερειακό ή και Ευρώπης, δ) ανάπτυξη ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό, που βρίσκεται σε κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης, προσπάθεια παγκόσμιας ευαισθητοποίησης των λαών.
Αυτές οι πρωτοβουλίες, συνυφασμένες με τον κεντρικό πολιτικό στόχο της δημοκρατικής ανατροπής του καθεστώτος των μνημονίων, δίνουν περιεχόμενο σε ένα εναλλακτικό σχέδιο. Δεν πρόκειται για ένα Plan B. Πρόκειται ουσιαστικά για το μόνο εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στο τροϊκανό. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι στη διαμόρφωσή του υπάρχουν αδυναμίες ή δυσκολίες, το σίγουρο είναι ότι επιχειρείται να προωθηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Και είναι ανοιχτό στο να συσπειρώσει ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Και ρωτάμε τώρα. Τι περιεχόμενο δίνουν στο σχέδιό τους όσοι μιλάνε για Plan B, Plan C, πέραν από το «έξοδος από το ευρώ»; Δεν θα βρούμε απάντηση για το πώς συγκεκριμένα θα ζήσει και θα λειτουργήσει η χώρα. Οι αναλύσεις για το «τι δεν θα πρέπει να γίνει», ουρανομήκεις. Απουσιάζουν όμως οι τοποθετήσεις για το «τι μπορεί να γίνει και το πώς». Εδώ βρίσκεται μια τέταρτη μεγάλη αδυναμία αυτής της αντίληψης. Γιατί όπως εύλογα λέει πολύς κόσμος: «εντάξει και βγήκαμε από το ευρώ, μετά τι;» Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η έλλειψη κάθε επεξεργασίας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για την πολιτειακή ανασυγκρότηση της χώρας, για διεθνείς συμμαχίες, για ιεραρχημένους πολιτικούς στόχους, κάνουν τα Plan Β... C, μάλλον ρηχά, στερούμενα περιεχομένου και δυναμικής, στερούμενα δυνατότητας να πείσουν και να στρατεύσουν ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.
Και όχι μόνον αυτό. Επιπλέον, ο περιορισμός ενός πολιτικού σχεδίου σε ένα σκέτο «έξω», είναι από άποψη πολιτικής προοπτικής εξαιρετικά προβληματικός. Είδαμε και στην Κύπρο καθαρόαιμες μεγαλοαστικές δυνάμεις να μιλούν για Plan B απέναντι στην τρόικα. Βλέπουμε ακροδεξιές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη να ανάγουν σε κεντρικό σύνθημα το «έξω από ευρώ». Θα λέγαμε λοιπόν ότι όσο ανεπαρκής για ένα «σχέδιο μετάβασης» είναι ο περιορισμός στον σκέτο αντιμνημονιακό λόγο, άλλο τόσο ανεπαρκής είναι ο περιορισμός στο σκέτο «έξω από το ευρώ».
Με βάση τα παραπάνω, σήμερα χρειάζεται στήριξη και εμβάθυνση της αντιμνημονιακής, δημοκρατικής και πατριωτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ, ανάληψη «από τώρα» μεγάλων πρωτοβουλιών για την ανασυγκρότηση της χώρας, συμπόρευση με τον δοκιμαζόμενο κυπριακό λαό, κοινό μέτωπο με τους λαούς του Νότου, διεθνείς συμμαχίες και ένταση της αντιπαράθεσης με το μερκελισμό και την ευρω-κρατία.
Χρειάζεται δηλαδή πλατιά συσπείρωση και δουλειά για ένα συγκεκριμένο, εφικτό, ριζοσπαστικό σχέδιο διεξόδου της χώρας – όχι εμμονή στο διαχωρισμό, όχι διαχωριστική αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης, όχι plan–ολογία.