Οι διαφορετικές οπτικές και οι πραγματικοί όροι της σύγκρουσης
του Γιώργου Παπαϊωάννου
Είναι γνωστό ότι, με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο, από χώρους της Αριστεράς επιδιώκεται μια ρελάνς κόντρα στο ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του. Σύμφωνα με αυτούς, ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπατά και δεν λέει όλη την αλήθεια στο λαό, ενώ η μόνη γραμμή που σήμερα μπορεί να δώσει διέξοδο είναι η προβολή του συνθήματος για άμεση έξοδο από την Ευρωζώνη ή την Ε.Ε.
Απέναντι σε αυτή την άποψη, έχει πυκνώσει τελευταία η αρθρογραφία σε έντυπα και διαδικτυακές σελίδες της Αριστεράς που προβάλλει ορισμένα επιχειρήματα. Σύμφωνα με αυτήν, οποιαδήποτε αλλαγή στην Ελλάδα περνάει μέσα από πανευρωπαϊκές εξελίξεις και ανατροπές. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι πεδίο κοινωνικής πάλης και αντιπαράθεσης. Κάθε πορεία που οδηγεί έξω από αυτούς είναι εθνική αναδίπλωση με αρνητικές για την κοινωνία συνέπειες. Μια έξοδος χώρας ή χωρών από την Eυρωζώνη θα τροφοδοτούσε εθνικισμούς και ένα νομισματικό πόλεμο. Η ανατροπή των σημερινών συσχετισμών περνάει από την ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης και όχι από αντιπαραθέσεις κρατών ή περιοχών (π.χ. Βορράς-Νότος), στις οποίες φαίνεται να μεταθέτει τα προβλήματα και τις λύσεις ένας παλαιομοδίτικος «αντιϊμπεριαλισμός».
Βέβαια, τμήματα μιας Αριστεράς που έβλεπε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση την πραγμάτωση, με στρεβλώσεις κάποιου διεθνισμού, έχουν βρεθεί σήμερα «αντικειμενικά» και ειδικά μετά την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, αντιμέτωπα με το διευθυντήριο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τις επιλογές του. Είναι φυσιολογικό όμως και συμβαίνει, να μην εγκαταλείπονται αυτόματα σχήματα που ερμήνευαν την πραγματικότητα σε προηγούμενες συνθήκες. Αν οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» εμφανίζονταν πιο εύκολα, αν και ούτε τότε χωρίς προβλήματα, σαν προνομιακό πεδίο της ταξικής πάλης μερικά χρόνια ή λίγες δεκαετίες πριν, πόσο αυτό μπορεί να γίνεται σήμερα; Σήμερα που Eurogroup, ΕΚΤ κ.λπ. επιτίθενται στις δυνατότητες επιβίωσης λαών και χωρών και η Γερμανία επιβάλλει σιδηρά πειθαρχία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε βάρος κάθε άλλης προοπτικής.
Ο σημερινός ευρωσκεπτικισμός δεν είναι μια νέα μόδα ούτε παράγεται ως αποτέλεσμα ιδεολογιών ή «εθνικισμών» αλλά της πραγματικότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι πολίτες της Ευρώπης. Εξαντλείται μια αφήγηση που έβλεπε στην υπαρκτή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τη δικαίωση των οραμάτων για συνεργασία, ευημερία, δημοκρατία, ειρήνη. Ή που -έστω- έβλεπε ρεαλιστικά τη συμμετοχή σε αυτή την ολοκλήρωση σαν όχημα για την αποφυγή κινδύνων και μεγάλων καταστροφών, όταν αυτές σήμερα συντελούνται παράλληλα με αυτή τη συμμετοχή.
Μας ενδιαφέρει η αλλαγή των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Η απάντηση, προφανώς, είναι θετική. Με ποιους τρόπους, όμως, και μέσα από ποια ιστορική εξέλιξη θα προκύψουν τέτοιες αλλαγές;
Οι δύο απαντήσεις και το κρίσιμο ερώτημα
Υπάρχει, όντως, μια απλοϊκή απάντηση που βλέπει στο σύνθημα της εξόδου από την Ευρωζώνη ή την Ε.Ε. με έναν εύκολο τρόπο την επίλυση όλων των ζητημάτων. Απουσιάζουν από αυτήν οι πολιτικοί όροι και ανατροπές, η διεθνής διάσταση, οι απαιτούμενες συμμαχίες και τακτικές. Απουσιάζει, κυρίως, μια πολιτική για τον υποκειμενικό παράγοντα, το φορέα της ανατροπής και τα βήματα συγκρότησής του και όλα υποβαθμίζονται στην ανάγκη για ένα άλλο πλάνο στην Ελλάδα, τέτοιο σαν αυτό που «έχουν όλες οι σοβαρές χώρες».
Υπάρχει όμως και μια άλλη απάντηση που βλέπει την αλλαγή των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με έναν επίσης απλοϊκό και «καθαρό» τρόπο. Σύμφωνα με αυτή την απάντηση, η ταξική πάλη που διεξάγουν όλοι οι εργαζόμενοι της Ευρώπης, σε κάθε χώρα και συνολικά, με έναν ευθύγραμμο τρόπο και χωρίς μεγάλες ανισομέρειες και «αποκλίσεις» από τους «ευρωπαϊκούς θεσμούς» θα οδηγήσει σε μια πανευρωπαϊκή αλλαγή και στο σοσιαλισμό.
Η άποψη αυτή δεν βλέπει να μπορεί να σταθεί μια αλλαγή στην Ελλάδα χωρίς συνολικότερες αλλαγές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από την ανάποδη, έχουμε και εδώ την υποτίμηση του πολιτικού στοιχείου, της ανισομετρίας με την οποία αναπτύσσονται οι αγώνες και τα πολιτικά κινήματα. Εξαφανίζονται οι εθνικές ιδιομορφίες και ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η πάλη σε κάθε χώρα.
Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Υπάρχει ένα ερώτημα που αφορά τους πραγματικούς όρους της σύγκρουσης που έρχεται και ήδη διεξάγεται. Πώς θα απαντήσει η Αριστερά στο ενδεχόμενο της όξυνσης εδώ στην Ελλάδα της αντιπαράθεσης με το γερμανικό και ευρωπαϊκό διευθυντήριο; Οι διακηρύξεις σωστά λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υποχωρήσει μπροστά σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Η φοβία όμως για μια «εθνική αναδίπλωση» που δυσχεραίνει τους ευρωπαϊκούς όρους της πάλης, η ταύτιση με «εθνική περιχαράκωση» κάθε πιθανού «εθνικού δρόμου» διεξόδου, κατά πόσο βοηθάει την αναγκαία μετάβαση σε ένα διαφορετικό, μετατροϊκανό, τοπίο και οπλίζει το λαό και την Αριστερά; Είναι παράλογο να αποτελέσει ιδεολογικό κάλυμμα μιας υποχώρησης μπροστά σε ένα σενάριο που χρωματίζεται τόσο καταστροφικό;
Κι όμως, ένας «εθνικός δρόμος» διεξόδου δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την περιχαράκωση. Αντίθετα, θα έπρεπε αυτός ο δρόμος να αξιοποιήσει την ανισομετρία οικονομικής και πολιτικής δύναμης, τη διεθνιστική αλληλεγγύη, τις διεθνείς και γεωπολιτικές αντιθέσεις που πολλοί από διαφορετικές αφετηρίες ανακάλυψαν ότι δεν υφίστανται, διαβάζοντας ανάποδα το παράδειγμα της Κύπρου.
Θέλουμε, λοιπόν, την αλλαγή των συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τι γίνεται όμως αν αυτή δεν έρθει με έναν ομαλό και ευθύγραμμο τρόπο; Δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το ερώτημα – ενδεχόμενο, ούτε να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά μπροστά σε αυτό. Η αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη θα έρθει μέσα από μεγάλα γεγονότα, ρήξεις, εθνικούς, περιφερειακούς και διεθνείς δρόμους.
Η ζωή, για μια φορά ακόμα, μάλλον δεν θα επιβεβαιώσει τα εύκολα σενάρια. Ούτε θα νικηθούν οι κυρίαρχες πολιτικές και οι δεσμοί της εξάρτησης με μια «έξοδο» χωρίς πολιτικούς όρους και προϋποθέσεις (το Κόσσοβο είναι αποικία και χωρίς να έχει, επίσημα τουλάχιστον, ευρώ). Ούτε όμως η ταυτόχρονη πάλη όλων των εργαζόμενων στην Ευρώπη απέναντι σε όλες τις αστικές τάξεις στην Ευρώπη θα οδηγήσει στην αλλαγή των συσχετισμών και το σοσιαλισμό, παραμένοντας στο καθορισμένο έδαφος της ολοκλήρωσης και των υπαρκτών θεσμών της. Τα ενδεχόμενα καταιγιστικών και απρόβλεπτων εξελίξεων, νέων πειραματισμών σε βάρος χωρών, ακόμα και αποβολών από την Ευρωζώνη ή και εξόδου μεγάλων δυνάμεων, άλλου τύπου ολοκλήρωσης συμμαχιών στον Βορρά ή τον Νότο, ακόμα και διάλυσης της Ευρωζώνης ή της Ε.Ε. «από πάνω», όλα φαίνονται ανοιχτά μπροστά μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να εξαφανίζουμε τις αντιθέσεις Βορρά-Νότου ή ευρωπαϊκού «κέντρου» και «περιφέρειας» ή του γερμανικού ηγεμονισμού με τις υπό αποικιοποίηση χώρες, σαν να αποτελούν προανακρούσματα ενός πολέμου χωρών ή εθνών που συσκοτίζουν την καθαρόαιμη ταξική πάλη, ούτε οφέλη έχει ούτε βασίζεται σε καμιά λογική ή ιστορική ανάλυση. Χώρια που αυτός ο πόλεμος ούτως ή άλλως διεξάγεται, όπως άλλωστε και οι «εθνικές περιχαρακώσεις», αλλά από την πλευρά του αντιπάλου.
Απέναντι σε αυτά είναι αναγκαία τόσο η οικοδόμηση μια πρότασης διεξόδου στο εσωτερικό με μαζικούς όρους και προτάγματα, όσο και η αντιμετώπιση του διεθνούς περίγυρου όχι μόνο αμυντικά, απέναντι σε καλά ή αρνητικά ενδεχόμενα, αλλά με πρωτοβουλίες συμμαχιών και διεθνών συσπειρώσεων.