Για τη συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος ικανού να υπηρετήσει τη μετάβαση σε ένα μετατροϊκανό τοπίο
Η ψήφιση του Μνημονίου 3, με ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και η υπερψήφιση του προϋπολογισμού βάζουν τη χώρα πολύπλευρα σε μια νέα φάση.
Το επίσημο πολιτικό παιχνίδι θα καθοριστεί, προσωρινά, από τις συνέπειες της καθυστέρησης της εκταμίευσης της δόσης των 31,5 δισ., αλλά και της πιθανής δημιουργίας του λεγόμενου «δεσμευτικού λογαριασμού», που προβλέπει τη σταδιακή εκταμίευση και το συνεχή εκβιασμό για την εφαρμογή ή και την επιβολή νέων μέτρων. Πιο μόνιμος όμως παραμένει ο κίνδυνος, είτε σαν συνέπεια «απρόβλεπτων» γεγονότων είτε σαν αποτέλεσμα της συνέχισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και του συνακόλουθου βαθέματος του ρήγματος μεταξύ Ε.Ε.-ΔΝΤ, να έχουμε εκτροχιασμό από τα «συμφωνηθέντα» και μια πιθανή ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με απρόβλεπτες συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση, με ελεγχόμενη ή άτακτη χρεοκοπία, με παραμονή ή καταναγκαστική έξοδο από την Ε.Ε. και το ευρώ, θα συνεχιστεί η ίδια οικονομική πολιτική και θα ενταθεί ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος της χώρας.
Αυτό όμως που χαρακτηρίζει ανεξίτηλα τη νέα περίοδο είναι η πραγματική χρεοκοπία της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζόμενων και του λαού και οι αντιδράσεις που θα πυροδοτήσει η εφαρμογή των μέτρων του Μνημονίου 3 και των επόμενων.
Σε αυτή τη νέα περίοδο δυναμώνει το εναγώνιο ερώτημα σχετικά με τις αναγκαίες κατευθύνσεις και προσανατολισμούς της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ και τις πρωτοβουλίες για την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα για τη συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος σαν αναγκαίας προϋπόθεσης για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδο της χώρας.
Σε περίοδο μεγάλων αναστατώσεων
Η Ελλάδα, ολόκληρη η περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, βρίσκεται στη δίνη μεγάλων οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών αναστατώσεων. Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΔΝΤ και Ε.Ε., αλλά και ανάμεσα σε χώρες της Ε.Ε., για τη διαχείριση της κρίσης χρέους των χωρών της Ν. Ευρώπης και των επιπτώσεών της στο ευρωπαϊκό τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η ουσία της αντιπαράθεσης δεν βρίσκεται βέβαια στο αν τα βάρη της κρίσης θα φορτωθούν στους λαούς. Αυτό αποτελεί το μοναδικό κοινό σημείο συμφωνίας του ιμπεριαλιστικού διευθυντηρίου. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα φορτώσει ο ένας μερίδιο της ζημιάς στον άλλο. Και εδώ σαν κέρδος του ενός λογίζεται ακόμα και η μεγαλύτερη ζημιά του άλλου.
Με αφορμή τους οικονομικούς ανταγωνισμούς, η πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο. Δεν είναι απλά οι «αγορές» και οι τραπεζικοί γίγαντες που επιβάλλουν λύσεις. Ο πολιτικός έλεγχος των χωρών, μέσα σε ένα τοπίο γεωπολιτικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων, αποκτά ειδικό βάρος στους σχεδιασμούς και υπολογίζεται. Δίπλα λοιπόν στη επιβολή οικονομικών αναδιαρθρώσεων, δίπλα στη διεξαγωγή πειραμάτων (για παγκόσμια χρήση) σχετικά με τα όρια ενός λαού να αντέξει θεραπείες βασισμένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, επιβάλλονται πολιτικές νεο-αποικισμού, πλήρους δηλαδή παράδοσης των «κλειδιών μιας χώρας» για τον ολοκληρωτικό έλεγχο του παραγωγικού και φυσικού της πλούτου, αλλά και της ίδιας της γεωπολιτικής της θέσης. Η συνταγματοποίηση των οικονομικών επιλογών των ιθυνόντων της Γερμανίας, αλλά και οι δηλώσεις Μέρκελ, ότι «μια χώρα με δημόσιο χρέος πάνω από 80-90% του ΑΕΠ είναι αδύνατο να διατηρήσει την ανεξαρτησία της» είναι αποκαλυπτικά. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις αυτές συναντιόνται με τις μεγάλες γεωστρατηγικές αναστατώσεις στην Ν.Α. Μεσόγειο και στη Β. Αφρική. Η επιλογή των μνημονιακών κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων, να επιταχύνουν την πρόσδεση της χώρας στο τόξο ΗΠΑ-Ισραήλ, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους καθώς αυξάνει η πιθανότητα νέων πολεμικών εμπλοκών σε Συρία και Ιράν. Η επιλογή αυτή εμπλέκει τη χώρα, σε αντιπαράθεση με παραδοσιακούς συμμάχους της, στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς για τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων και των δρόμων τους προς τη Δύση.
Καθώς το εγχώριο πολιτικό σύστημα κλονίζεται…
Αν οι πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές αναταράξεις αποτελούν το «μεγάλο κάδρο», οι εξελίξεις στην Ελλάδα σχετίζονται με όσα συντελούνται στην παγκόσμια σκηνή.
Η διαδρομή του Μνημόνιου 3 μέχρι τη Βουλή, η πολύμηνη «προετοιμασία» του, δεν σχετίζεται βέβαια με την υποτιθέμενη διαπραγμάτευση από την τρόικα εσωτερικού. Η καθυστέρηση διαμόρφωσης των μέτρων αποτέλεσε έκφραση των ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΔΝΤ και Ε.Ε., αντίθεση που «πειθάρχησε» στην επιθυμία Ομπάμα «να μην ληφθεί καμία σοβαρή απόφαση μέχρι τις αμερικάνικες εκλογές». Οδηγήθηκε έτσι μέχρι του ορίου που έπρεπε να ψηφιστεί, στις 7/11, με τη ματιά στραμμένη στις ΗΠΑ και την ελπίδα για εξεύρεση πιο συνολικής λύσης στο νέο τοπίο που αναμένεται να διαμορφωθεί.
Μέσα σε αυτό το διεθνές κλίμα, η εσωτερική τρόικα βρίσκεται σε αποσύνθεση. Η κυβέρνηση Σαμαρά, λαβωμένη από τις ψηφοφορίες για τις αποκρατικοποιήσεις στη Βουλή, κατάφερε μια «πύρρειο νίκη» στην ψηφοφορία για το Μνημόνιο 3. Αντί για πανηγυρισμούς είχαμε τις ανακοινώσεις αποπομπής 7 βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας, και έπεται συνέχεια. Σήμερα ο Α. Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει μια φυγή προς τα εμπρός, επιταχύνοντας τη συνταγή Μέρκελ, ακροβατώντας στα όρια εκτροπών. Η ΔΗΜΑΡ εναγώνια αναζητά κάποιες αποστάσεις, το ΠΑΣΟΚ δοκιμάζει διαδικασίες αυτοδιάλυσης.
Είναι φανερό ότι η τρόικα εσωτερικού παραπαίει και παρουσιάζει εικόνες κατάρρευσης και εσωτερικής κρίσης. Πολύ σύντομα θα αποδειχθεί ότι τα μέτρα, στο σκέλος των εσόδων –ληστρική φορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων– δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν και θα χρειαστεί η λήψη νέων μέτρων. Παράλληλα, το ξεπούλημα των δημόσιων οργανισμών και η εκποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων και του φυσικού πλούτου της χώρας θα συναντήσει σφοδρές αντιδράσεις. Η πορεία προς την κοινωνική καταστροφή αλλά και η ανατίναξη της δυνατότητας ανασυγκρότησης της χώρας θα πυροδοτεί λαϊκές αντιστάσεις, που με τη σειρά τους θα επιδρούν στην κυβερνητική σταθερότητα και συνοχή. Η ταχύτατη απονομιμοποιήση των κυβερνητικών σχημάτων των τελευταίων χρόνων, η καθολική αποστροφή στις πολιτικές των Μνημονίων, η επιμονή, παρά τις ασυμμετρίες, του μαζικού λαϊκού κινήματος και η ενδυνάμωση της Αριστεράς, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν παράγοντες που συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.
Το βέβαιο είναι ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν χωρούν εφησυχασμοί. Αντίθετα, επιβάλλεται επιτάχυνση πρωτοβουλιών που θα στοχεύουν να καταστήσουν παρελθόν τις τρόικες εξωτερικού και εσωτερικού και να απαλλάξουν τη χώρα από μνημόνια και ληστρικές δανειακές συμβάσεις. Το ερώτημα είναι, σε ποιο τοπίο και μέσα από ποιο δρόμο θα καταστεί εφικτός ο διακηρυγμένος δρόμος;
… η σύγκρουση γίνεται αναπόφευκτη
Αντικειμενικά μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου η αναμέτρηση ανάμεσα στις μνημονιακές δυνάμεις (τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού) και τους μηχανισμούς στους οποίους στηρίζονται, από τη μια, και το λαό, τους εργαζόμενους, τις αντιμνημονικές πολιτικές δυνάμεις και πρωτίστως την Αριστερά και το μαζικό λαϊκό κίνημα από την άλλη, θα είναι αναπόφευκτη. Η επιβίωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, η δυνατότητά του να επιβάλλει τις τροϊκανές πολιτικές, θα κριθεί από τη δυνατότητά του να τσακίσει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και το μαζικό λαϊκό κίνημα που έχει αναπτυχθεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης του κοινωνικού ριζοσπαστισμού είναι δύσκολη μέσα στις σημερινές συνθήκες όξυνσης της οικονομικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Την ίδια στιγμή, οι μνημονιακές πολιτικές οδηγούν σε μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αναδιαρθρώσεις με απολίπανση, έως και καταστροφή, των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Αυτές ακριβώς οι κοινωνικές αναδιαρθρώσεις, η φτωχοποίηση, η ανεργία, η αβεβαιότητα και η προοπτική του κοινωνικού αποκλεισμού της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού πυροδοτούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, μεγάλες πολιτικές αναταράξεις και κρίσεις. Το μνημονιακό πολιτικό στρατόπεδο βρίσκεται, λίγους μόλις μήνες μετά τις εκλογές, μπροστά στην απονομιμοποίηση. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Σαμαρά και η άθλια τρικομματική στήριξή της, παρά τους θεατρινισμούς, εξαπατούν το λαό κυβερνώντας με κρυφή ατζέντα. Η καθολική αντίθεση του λαού με τις μνημονιακές πολιτικές, και ειδικά με το Μνημόνιο 3, δείχνουν ότι τα εκβιαστικά διλήμματα δεν είναι ικανά να διαμορφώσουν τετελεσμένα. Η εκμετάλλευση της δράσης εφεδρικών συστημικών δυνάμεων σαν της Χρυσής Αυγής, η προσφυγή στην αστυνομική βία, οι συλλήψεις δημοσιογράφων και τα συνταγματικά πραξικοπήματα αποτελούν τα πρώτα ορατά βήματα μιας μεθοδευόμενης εκτροπής. Η ίδια η δυνατότητα επιβολής του μερκελισμού στη χώρα, καθώς περνά μέσα από την ανάγκη επιβολής μιας «σιδερόφρακτης δημοκρατίας», δεν μπορεί παρά να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση και ρήξη με το λαϊκό ριζοσπαστισμό και το μαζικό λαϊκό κίνημα, σε ένα αγώνα ζωής και θανάτου. Η έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα κρίνει, σε μεγάλο βαθμό, και τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να απευθύνεται και να εκφράζει αυτό το πλειοψηφιακό αντιμνημονιακό ρεύμα, και κυρίως τη δυνατότητα να το μετατρέψει σε σταθερό πολιτικό ρεύμα ικανό να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες τομές και ρήξεις στα πλαίσια μιας πορείας επιβίωσης, διεξόδου και αναγέννησης της κοινωνίας και της χώρας.
Συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος για την Πολιτική, Οικονομική και Κοινωνική Διέξοδο
Η κρισιμότητα των στιγμών θέτει με μεγαλύτερη έμφαση την ανάγκη μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών που να δίνουν προοπτική, να συσπειρώνουν το λαό σε στόχους ρεαλιστικούς και αναγκαίους, να παίζουν καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή των συσχετισμών.
Η αναμέτρηση ανάμεσα στην κοινωνία και το Μνημόνιο 3 δεν μπορεί να γίνει με τους όρους που έγιναν οι αντίστοιχες αναμετρήσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Τα δυόμισι χρόνια εφαρμογής Μνημονίων πρέπει να μας οδηγήσουν σε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα: Πρώτο, οι κυβερνήσεις που τα στήριξαν, παρά τις ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που είχαν, απονομιμοποιήθηκαν σύντομα και τελικά κατάρρευσαν εξαιτίας της παρέμβασης του μαζικού λαϊκού κινήματος. Δεύτερο, οι δύο εκλογικές διαδικασίες που παρεμβλήθηκαν και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός, που είναι διαμορφωμένος πια σε πολιτικό ρεύμα, ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση σε πείσμα ενός πρωτόγνωρου πανευρωπαϊκού κύματος εκφοβισμού και εκβιασμών. Δικαιολογημένα, επομένως, ο λαός περιμένει περισσότερα πράγματα από τον ΣΥΡΙΖΑ σαν αξιωματική αντιπολίτευση. Περιμένει περισσότερα από μια δύναμη του 27% από ό,τι περίμενε από μια δύναμη του 4,7%. Και έχει δίκιο. Από αυτά προκύπτει ότι είναι η στιγμή μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών που πρέπει να πάρει η Αριστερά.
Ο Α. Τσίπρας, στην πρόσφατη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, είπε για το πολιτικό πρόταγμα της περιόδου: «Έχουμε καθήκον απέναντι στο λαό, απέναντι στη δημοκρατία, απέναντι στη ιστορία […] να σταματήσουμε τη καταστροφή, να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα. […] Καλούμε το λαό σε διαρκή ειρηνικό ξεσηκωμό για να μην περάσουν αυτά τα μέτρα. Είναι συνταγματική, πατριωτική και δημοκρατική ευθύνη όλων. Για να σωθεί ο τόπος. Να επιβάλει με τη δράση του τη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Σε αυτή τη κρίσιμη καμπή για τον τόπο και για το λαό, μόνο μια λύση υπάρχει, και είναι πολιτική λύση: Εκλογές για να μιλήσει ο λαός»
Η πρόταση αυτή ήταν και σωστή και αναγκαία. Είναι ανάγκη, για να είναι αποτελεσματική, να έχει συνέχεια και προοπτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να αναλάβει τις πρωτοβουλίες των κινήσεων για όλο το επόμενο διάστημα. Μια πρωτοβουλία που θα δίνει προοπτική και πολιτικό και οργανωτικό διέξοδο στο πολύπλευρο κύμα αντιστάσεων ή και προσωπικών στάσεων και συμπεριφορών το οποίο θα εκδηλωθεί αναπόφευκτα γύρω από τα θέματα επιβίωσης που φέρνει στο προσκήνιο, σε μαζική κλίμακα, το Μνημόνιο 3.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί και πρέπει να πάρει στα χέρια του την πρωτοβουλία των κινήσεων. Να ξεκινήσει ένα σύγχρονο ανένδοτο αγώνα για να αποτραπεί η πορεία προς την καταστροφή, με την άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Να μετατραπεί σε βασικό πόλο συσπείρωσης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ικανό να οδηγήσει σε μια πορεία σωτηρίας και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής διεξόδου της χώρας.
Και παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικός φορέας να οργανώσει ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής απέναντι στα χαράτσια, τη φοροληστεία, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, τη διάλυση της δημόσιας Υγείας και Παιδείας, την ανατίναξη των εργασιακών σχέσεων.
Οι κινήσεις αυτές θα ανοίγουν τις πόρτες του στον αγωνιζόμενο λαό, στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, για τη συγκρότηση ενός μαζικού πολιτικού φορέα με δημοκρατία και διαδικασίες βάσης. Ενός φορέα ανοιχτού εκφραστή της αγωνίας και των αναγκών του λαού, φορέα ικανού να στηρίξει, να ελέγξει, να επιταχύνει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, φορέα ικανού να στηρίξει μια μετάβαση σε ένα μετατροϊκανό ξέφωτο.
Μια τέτοια στάση δεν θα είναι απλά μια πρωτοβουλία που θα επιχειρεί να ανατρέψει ένα πιθανό κλίμα απογοήτευσης.
Κυρίως, θα είναι πολιτική πρωτοβουλία ικανή να συγκροτήσει, να εκφράσει πολιτικά και να συσπειρώσει σε ένα πολιτικό ρεύμα το κύμα οργής που πλημμυρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της χώρας, καθώς ο καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες εφαρμογής των μέτρων.
Θα είναι, ακόμα, σχέδιο που θα διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζοντας τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του ριζοσπαστισμού από συστημικές δυνάμεις σαν τη Χρυσή Αυγή.
Ανάγκη για ολόπλευρη προετοιμασία του λαού
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου μέσα από αγώνες και αντιστάσεις είναι δυνατή η απόσπαση της διακυβέρνησης από τις δυνάμεις του συστήματος, και η χάραξη μια ριζικά διαφορετικής πορείας. Είναι ανάγκη και ταυτόχρονα είναι δυνατό να πυροδοτηθεί ένα μεταβατικό εγχείρημα που θα οδηγήσει το λαό και τη χώρα σε ένα τοπίο χωρίς μνημόνια, τρόικες και ληστρικές δανειακές συμβάσεις. Ένα τολμηρό εγχείρημα μετάβασης, που θα εξασφαλίσει την επιβίωση του λαού και τη σωτηρία της χώρας μέσα από μια παραγωγική ανασυγκρότηση η οποία θα ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες, που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τα αιτήματα για Ανεξαρτησία και Λαϊκή Κυριαρχία, που θα επαναδιατυπώσει τις αρχές και τη λειτουργία της Ελευθερίας και της πραγματικής Δημοκρατίας, έξω από τα όρια του σημερινού πολιτικού συστήματος. Ένα τολμηρό εγχείρημα ικανό να αμφισβητήσει και να ανατρέψει τα σχέδια των ευρωκρατών, των τροϊκανών και των ντόπιων υπηρετών των μνημονιακών επιλογών.
Ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει την ολόπλευρη ετοιμασία του λαϊκού παράγοντα. Ποιες είναι οι προϋπόθεσης μια τέτοιας πορείας;
Από πολλές πλευρές διατυπώνεται το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να αναλάβει από τη θέση της κυβέρνησης την ευθύνη να σταματήσει ο σημερινός κατήφορος και να ξεκινήσει μια αναγεννητική πορεία. Στο μυαλό όσων το υποστηρίζουν τριγυρνά, είτε το ομολογούν είτε όχι, η πιθανότητα εκτροπής του ΣΥΡΙΖΑ από τις διακηρυγμένες θέσεις, το ενδεχόμενο μιας δεξιάς στροφής, ενός συμβιβασμού. Υποστηρίζουν ότι η μοναδική δυνατότητα αποφυγής ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι η ενδυνάμωση ενός αριστερού συσχετισμού εντός του φορέα, η διακηρυγματική διατύπωση των προγραμματικών αρχών του, και κυρίως η απεύθυνση στις δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ώστε να επιτευχθεί μια ευρύτερη αριστερή συνεργασία.
Δεχόμαστε ότι ο φόβος για μια «δεξιά στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ, ή κυρίως η τάση υιοθέτησης μιας συμβιβαστικής στάσης, είναι δικαιολογημένος. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι συστημικές δυνάμεις επιχειρούν να πιέσουν το ΣΥΡΙΖΑ σε δεσμεύσεις που θα τον κρατούν, έστω και σαν εναλλακτική λύση, μέσα στην τροχιά του συστήματος. Να δεχτούμε ακόμα ότι το μέγεθος του εγχειρήματος, οι αναγκαίες ρήξεις και τομές για να επιχειρηθεί η αναγκαία μετάβαση, πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις δυσκολίες της περιόδου, διεθνείς και εσωτερικές, τις αναπόφευκτες ασφυκτικές πιέσεις, εκβιασμούς, διλήμματα κ.λπ. που θα αναγκάζουν σε τακτικές κινήσεις, πιθανόν και σε αναδιπλώσεις, ώστε μετά την κατάργηση του μνημονίου και την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης να εξασφαλιστεί η ύπαρξη και η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το ερώτημα είναι, πώς θα εξασφαλιστεί μια τέτοια προοπτική;
Η απεύθυνση στις δυνάμεις της Αριστεράς είναι σωστή, αλλά προφανώς έχει αποδέκτη τα μέλη, την επιρροή και την εκλογική της βάση. Αυτό εκφράστηκε πολιτικά στις περασμένες εκλογές. Το ερώτημα είναι με ποιες πρωτοβουλίες θα συνεχίσει να εκφράζεται και στην επόμενη περίοδο. Γιατί δεν πείθει κανέναν, ούτε τον απλό κόσμο, ότι είναι η σήμερα δυνατή η συστράτευση της Αριστεράς όταν τα επιτελεία, τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διαχωρίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρώντας τον ευθέως συστημική δύναμη.
Ακόμα περισσότερο, η αποφυγή μιας «δεξιάς στροφής» δεν εξασφαλίζεται με «διακηρύξεις», ούτε εξασφαλίζεται από έναν ορισμένο εσωκομματικό συσχετισμό.
Αντίθετα, χρειάζεται να δούμε ολόκληρο το κάδρο, έξω από τους παραμορφωτικούς φακούς του μικρόκοσμού μας. Κυρίως, χρειάζεται να διδαχθούμε από όσα, έστω με καθυστέρηση, διακηρύσσουμε στα κείμενα μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτινάχθηκε στο 27%, ούτε κέρδισε ένα σημαντικό μέρος της επιρροής της Αριστεράς, επειδή διατύπωσε ένα «καλύτερο» σχέδιο μετάβασης στο σοσιαλισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτινάχθηκε στο 27% αποκλειστικά σαν αποτέλεσμα της δράσης του το προηγούμενο διάστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε στο 27% επειδή τόλμησε να εκφωνήσει όσα το αγωνιζόμενο κομμάτι του ελληνικού λαού είχε απαιτήσει μέσα από ένα πολύπλευρο, πρωτοφανές σε ένταση και διάρκεια κίνημα για 2 χρόνια, το οποίο, μέσα από ασυνέχειες και αντιφάσεις, συνεχίζει να υπάρχει.
Είναι αναμφισβήτητα σωστό ότι οι μεγάλες ανατροπές δεν επιτυγχάνονται από «ειδικούς και κυβερνητικά σχήματα», δεν επιτυγχάνονται χωρίς τη σύνδεση με τα κινήματα και την κοινωνία.
Και αυτά τα κινήματα, αλλά και η αναγκαία ριζοσπαστική διάθεση, υπάρχουν σήμερα διάχυτα σε χώρους δουλειάς, μέσα και έξω από τα συνδικάτα, στις γειτονιές των πόλεων, στις ουρές της ανεργίας. Συγκροτούνται σε πολιτικό ρεύμα μέσα από πολύμορφες αντιστάσεις, ακολουθούν δρόμους έξω από τα γνωστά και τετριμμένα. Και αυτό το πολιτικό ρεύμα γνωρίζει ότι αυτό που κρίνεται σήμερα δεν είναι μια απλή κυβερνητική εναλλαγή, μια αντικατάσταση του κυβερνώντος κόμματος από ένα άλλο το οποίο θα συνεχίσει μια παρόμοια διαχείριση. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν δύναμη απλής εναλλαγής, μέσα σε αυτό το τοπίο της αναπόφευκτης σύγκρουσης, δεν μπορεί να υπάρξει. Και, αν το επιχειρήσει, δεν θα έχει καμιά ελπίδα επιβίωσης.
Το ερώτημα είναι λοιπόν, αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί και αν καταφέρει να πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ώστε αυτό το πολιτικό ρεύμα να βρει έκφραση μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ σαν φορέα-κίνημα. Να βρει τη θέση του σαν ουσιαστική δύναμη διαμόρφωσης της πολιτικής και της ταχτικής του. Όχι απλά σαν δύναμη ενίσχυσης μηχανισμών, όχι σαν «λόμπι» πίεσης. Αλλά ως δύναμη στήριξης των επόμενων βημάτων, δύναμη ελέγχου, επιταχυντής των εξελίξεων.
13/11/2012
Νικολακάκης Γιώργος, Παναγιώτου Σπύρος
(εκπρόσωποι της ΚΟΕ στην Εκτελεστική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ)
(εκπρόσωποι της ΚΟΕ στην Εκτελεστική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ)